- πυρσωπός
- πυρσ-ωπός, όν, ([etym.] ὤψ)A fiery-eyed, Opp.C.1.181; red, Marc.Sid.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρσωπός — (I) όν, Α αυτός που έχει φλογερό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ωπός* (πρβλ. γοργ ωπός)]. (II) όν, Α πυρρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (II), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. ωπός*] … Dictionary of Greek
πυρσωπόν — πυρσωπός fiery eyed masc/fem acc sg πυρσωπός fiery eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)